πάστωμα

πάστωμα
το [παστώνω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παστώνω, η διατήρηση στο αλάτι ή στην άλμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάστωμα — το η ενέργεια του παστώνω, η τοποθέτηση ψαριών ή άλλων τροφίμων στο αλάτι: Πάστωμα ψαριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταριχεία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α [ταριχεύω] 1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα 2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα αρχ. 1. διαβροχή, μούσκεμα 2. στον πληθ. αἱ ταριχεῑαι α)… …   Dictionary of Greek

  • άλμευση — η (Α ἅλμευσις) [αλμεύω] η συντήρηση τροφίμων μέσα σε άλμη ή με την προσθήκη αλατιού, αλάτισμα, πάστωμα …   Dictionary of Greek

  • αλάτισμα — το [αλατίζω] 1. η άρτυση τού φαγητού με αλάτι 2. ταρίχευση, πάστωμα 3. έξυπνος λόγος, ευφυολογία …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αλισμός — ἁλισμός, ο (Α) [ἁλίζω ΙΙ] αλάτισμα, πάστωμα, τοποθέτηση στην άλμη …   Dictionary of Greek

  • αλυκεία — ἁλυκεία, η (Α) [ἁλυκός] αλάτισμα, πάστωμα …   Dictionary of Greek

  • ταριχείον — και ταριχήϊον, τό, Α [ταριχεύω] εργαστήριο ή χώρος για πάστωμα ψαριών ή για ταρίχευση νεκρών …   Dictionary of Greek

  • ταριχευτής — ο, ΝΑ [ταριχεύω] 1. τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση νεκρών 2. τεχνίτης ειδικευμένος στη διατήρηση τροφίμων με πάστωμα ή με κάπνισμα …   Dictionary of Greek

  • ταριχόπλεως — ων, ΜΑ (για θάλασσα) γεμάτος από ψάρια κατάλληλα για πάστωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + πλέως «γεμάτος» (πρβλ. ἡμί πλεως)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”